- πουνική
- η, Νγένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκειστην οικογένεια πουνικίδες τής τάξης μυρτώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. punica < λατ. punicum «ρόδι» < punicum malum «φοινικικό μήλο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πουνικίδες — Οικογένεια δένδρων και θάμνων (δικοτυλήδονων), συγγενής προς την οικογένεια των μυρτιδών (μυρτιά, ευκάλυπτος). Το πλέον αξιόλογο γένος είναι η π. η ροιά, κυρίως γνωστή ως ροδιά. Είναι δένδρα φυλλοβόλα, με φύλλα γυαλιστερά και εμφανείς νευρώσεις.… … Dictionary of Greek
ροδιά — ροδιά, η και ροϊδιά, η κοινή ονομασία του δικοτυλήδονου φυτού Πουνική η ροιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)